σάραγος

σάραγος
σάραγος· ὑπηρέτης ὁ σαρῶν τὰς δημοσίας στοάς, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σάραγος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπηρέτης ὁ σαρῶν τὰς δημοσίας στοάς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. σαίρω «σκουπίζω» (πρβλ. σάρον, σαρῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”